- ἰοδόκη
- ἰοδόκηholding arrowsfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιοδόκη — ἰοδόκη και ἰοδόχη, ἡ (Α) θήκη βελών, φαρέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴος (II) + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο δόκη, αυλο δόκη] … Dictionary of Greek
ἰοδόκην — ἰοδόκη holding arrows fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰοδόκης — ἰοδόκη holding arrows fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιοδόχη — ἰοδόχη, ἡ (Α) βλ. ιοδόκη … Dictionary of Greek
ιός — Νησί (108 τ. χλμ., 1.838 κάτ.) των Κυκλάδων, η Φοινίκη των αρχαίων Ελλήνων. Βρίσκεται στα Β της Σαντορίνης, μεταξύ Σαντορίνης, Αμοργού, Πάρου και Σίκινου. Έχει μήκος περίπου 18 χλμ. και μέσο πλάτος 7 χλμ. Οι ακτές του καλύπτουν 27 χλμ. Πρωτεύουσα … Dictionary of Greek